Το απόγευμα της Πέμπτης 29 Σεπτεμβρίου, πέρασε τις πύλες του Μεγάρου Μαξίμου ο Θανάσης Λιούτας για τη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε σε πολύ θερμό κλίμα, στο επίκεντρο βρέθηκε ο τόπος μας, ο Νομός Τρικάλων. Ο κ. Λιούτας ενημέρωσε τον κ. Πρωθυπουργό για τα ζητήματα της περιοχής μας. O Πρωθυπουργός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Νομό Τρικάλων.
Αρχικά ο Τρικαλινός Βουλευτής ζήτησε το όριο των οφειλών των αγροτών και των κτηνοτρόφων μας προς τα ασφαλιστικά ταμεία – για να μπορέσουν να βγουν στη σύνταξη, όσοι έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους – να αυξηθεί από τις 6.000 ευρώ τουλάχιστον στις 15.000 ευρώ.
Πρόκειται για ένα ζήτημα, για το οποίο ο Θανάσης Λιούτας έχει ξανασυζητήσει με τον κ. Πρωθυπουργό.
«Βάσει των δεδομένων σήμερα», περιέγραψε ο κ. Λιούτας, «τα χρέη είναι υψηλά, και δεν είναι εφικτό οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι μας, οι οποίοι όλη τους τη ζωή εργάστηκαν σκληρά στην ελληνική ύπαιθρο, στα χωράφια και στα βοσκοτόπια, να βγουν στη σύνταξη». «Πρέπει να τους βοηθήσουμε», τόνισε ο Τρικαλινός Βουλευτής. «Το όριο των 6.000 ευρώ είναι πολύ χαμηλό και δεν επιτρέπει στους παραγωγούς μας να βγουν στη σύνταξη». Τα χρέη αυτά ξεκίνησαν να δημιουργούνται από την εποχή ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όπου επεβλήθη ασφάλιστρο της τάξης του 22% επί του καθαρού εισοδήματος, καθώς και πρόσθετη φορολογία στην πρωτογενή παραγωγή, η οποία ήταν δυσβάσταχτη, με αποτέλεσμα να συσσωρευθούν υπέρογκα χρέη, τα οποία ξεπερνούν τις 10.000 ευρώ και σε πολλές περιπτώσεις φτάνουν και ξεπερνούν και τις 15.000 ευρώ.
Στη συνέχεια, ο Τρικαλινός Βουλευτής έθεσε το ζήτημα της όσο το δυνατό πιο γρήγορης καταβολής της ενίσχυσης για την αγορά ζωοτροφών για τους κτηνοτρόφους μας και για την αγορά λιπασμάτων για τους αγρότες μας. Ο κ. Λιούτας εξήγησε ότι τώρα πρέπει να δοθούν για να πετύχουν καλύτερες τιμές οι κτηνοτρόφοι, όπως συμβαίνει πάντα κατά την περίοδο της συγκομιδής (αλώνια). Πρόκειται για ένα δίκαιο αίτημα εκατοντάδων κτηνοτρόφων προς τον Βουλευτή, κατά τις επισκέψεις του στα χωριά μας.
Επιπρόσθετα, ο κ. Λιούτας έθεσε στο τραπέζι και την ανάγκη για ένταξη όλων των επιλαχόντων αγροτών και κτηνοτρόφων, στο Πρόγραμμα των Νέων Αγροτών. «Η ικανοποίηση του συγκεκριμένου ζητήματος», τόνισε ο Θανάσης Λιούτας, «θα αποτελέσει μεγάλο κίνητρο για την προσέλκυση νέων ανθρώπων στο αγροτικό και κτηνοτροφικό επάγγελμα που τόσο έχουμε ανάγκη αυτή τη στιγμή ως χώρα».
«Το αποτέλεσμα θα είναι να ενισχυθεί με νέους ανθρώπους το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα στην πρωτογενή παραγωγή και αυτό είναι εθνικός στόχος», υπογράμμισε ο κ. Λιούτας.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι στο πλαίσιο της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε, ο κ. Λιούτας κατέθεσε στον κ. Πρωθυπουργό, το προσχέδιο της σκέψης του αναφορικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν στον πρωτογενή τομέα της χώρας μας, όπως είναι η εκπαίδευση και η κατοχύρωση του αγροτικού και του κτηνοτροφικού επαγγέλματος, η αναδιάρθρωση γαιών, η αναδιοργάνωση του ελεγκτικού μηχανισμού στην εμπορία, κίνητρα για εξεύρεση αγροτικών χεριών, εκσυγχρονισμός του ΕΛΓΑ, αναδόμηση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης κ.αλ..
Επίσης, όπως και το 2021, κατά την προηγούμενη συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου, και την Πέμπτη ο κ. Λιούτας περιέγραψε τη θέση του (Αυτάρκεια 2030), η οποία αποσκοπεί στην επισιτιστική αυτάρκεια στη χώρα μας και στην κομβική ενίσχυση του εθνικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, το οποίο προσφέρει η εθνική μας γεωργία και κτηνοτροφία.
Το σχέδιο αυτό του κ. Λιούτα, λόγω και των επιπτώσεων στην επισιτιστική αλυσίδα, εξαιτίας των σχετικών επιπτώσεων από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχει αποκτήσει ξεκάθαρα σήμερα έναν πολύ επίκαιρο χαρακτήρα. Ο Θανάσης Λιούτας τονίζει ότι η πατρίδα μας μπορεί να πετύχει την αυτάρκεια και μάλιστα αυτό θα διαχέει τεράστια οικονομικά οφέλη σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους, σε όλες τις τοπικές μας οικονομίες. Το γεγονός αυτό θα οδηγεί σε νέες θέσεις εργασίας και σε συνεχή ενίσχυση του εισοδήματος των συμπολιτών μας.
Κλείνοντας να επισημάνουμε επίσης ότι στο τραπέζι της συζήτησης, τέθηκαν και άλλα ζητήματα του τόπου μας, τα οποία έχουν να κάνουν με υποδομές, με το τουριστικό μας προϊόν, καθώς και με την ενίσχυση γενικότερα της τοπικής μας ανάπτυξης.